βεβαιῶ

βεβαιῶ
βεβαιόω
confirm
pres subj act 1st sg
βεβαιόω
confirm
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • βεβαίῳ — βέβαιος firm masc/neut dat sg βέβαιος firm masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβαίωι — βεβαίῳ , βέβαιος firm masc/neut dat sg βεβαίῳ , βέβαιος firm masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βεβαιώνω — (AM βεβαιῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι βέβαιο, πιστοποιώ 2. εξασφαλίζω κάτι υπεύθυνα σε κάποιον νεοελλ. ( ομαι) εξακριβώνω, διαπιστώνω την αλήθεια αρχ. 1. καθιστώ ισχυρή τη θέση μου στη συζήτηση, ενισχύομαι στα επιχειρήματά μου 2. εκδηλώνω τον… …   Dictionary of Greek

  • βεβαίωση — Η δήλωση ενός προσώπου ή μιας αρχής για την ύπαρξη ή ανυπαρξία μιας κατάστασης ή ενός γεγονότος. Ενδιαφέρει το δίκαιο από πολλές απόψεις και αναφέρεται πολύ συχνά στους νόμους, ως αναγκαία προϋπόθεση για τη δημιουργία ή τη μεταβολή μιας έννομης… …   Dictionary of Greek

  • βεβαιωτής — ο (Α βεβαιωτής) [βεβαιώ] 1. εκείνος που επιβεβαιώνει ή επικυρώνει κάτι 2. ο εγγυητής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”